- υπομονή
- patience
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὑπομονῇ — ὑπομονή remaining behind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομονή — remaining behind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομονή — η / ὑπομονή, ΝΑ [ὑπομένω] ιδιότητα ή κατάσταση τού υπομονητικού, εγκαρτέρηση 2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek
υπομονή — η το να υπομένει κάποιος, να ανέχεται, να μη δυσανασχετεί, να μη βιάζεται, η καρτερία: Έχει μεγάλη υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπομονῆι — ὑπομονῇ , ὑπομονή remaining behind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομοναῖς — ὑπομονή remaining behind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομοναί — ὑπομονή remaining behind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομονῆς — ὑπομονή remaining behind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομονήν — ὑπομονή remaining behind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομονῶν — ὑπομονή remaining behind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομονητικός — ή, ό / ὑπομονητικός, ή, όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν [ὑπομονή] αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός νεοελλ. 1. ήρεμος, ψύχραιμος 2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός. επίρρ... υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν με εγκαρτέρηση,… … Dictionary of Greek